
Της Αλεξάνδρας Σκαράκη
Πώς ανακαλύφθηκε το ακτινίδιο και από πού πήρε το όνομά του; Γιατί είναι ωφέλιμο και σε ποιες χώρες καλλιεργείται; Η ιστορία του ξεκινά, κάπως έτσι…
Η ακτινιδιά κατάγεται από τη Nότια Κίνα, όπου έως και σήμερα συναντάμε πολλά είδη του γένους Actinidia. Οι Κινέζοι συνήθιζαν να συλλέγουν τους καρπούς της άγριας ακτινιδιάς για εκαντοντάδες χρόνια, όμως το φυτό δεν εξημερώθηκε ποτέ.
Το ακτινίδιο ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 1904 από την Isabel Frazer, μια δασκάλα από τη Νέα Ζηλανδία. Η Frazer ταξίδευε στην Κίνα και ήταν κοντά στον ποταμό Yangtze , από όπου σύλλεξε τους σπόρους και τους μετέφερε στη χώρα της.
Η δημοφιλής πρώτη ποικιλία ακτινιδίων με το όνομα “Hayward”, αναπτύχθηκε από τους πρώτους σπόρους το 1924 από τον Hayward Wright. Αργότερα και χάρη στην βιομηχανική άνθιση της Νέας Ζηλανδίας το 1960, το ακτινίδιο διαδόθηκε σε Ευρώπη και Αμερική. Το αρχικό όνομα της καλλιέργειας ήταν “Chinese gooseberry” (κινέζικο φραγκοστάφυλο), ενώ μετονομάστηκε σε “kiwifruit” από τους Νεοζηλανδούς και επικράτησε διεθνώς ως kiwi.
Το ακτινίδιο έχει γλυκόξινη γεύση και είναι γνωστό για τον τραχύ, καφέ χνουδωτό φλοιό και το πράσινο -γεμάτο μικρούς μαύρους σπόρους- εσωτερικό του. Περιέχει θρεπτικά συστατικά όπως βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, φυτικές ίνες, λιπαρά, νερό και αντιοξειδωτικά. Αποτελεί το πλουσιότερο φρούτο σε βιταμίνες C, Α, Ε και Β. Η κατανάλωση ενός ακτινιδίου, ισοδυναμεί με αυτήν δύο πορτοκαλιών όσον αφορά την παροχή βιταμινών!
Εκτός από τις βιταμίνες, το ακτινίδιο εμπεριέχει και ιχνοστοιχεία, με σημαντικότερα το κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, σίδηρο, τον φώσφορο, χαλκό και ψευδάργυρο. Η χρωστική ουσία της λουτείνης που βρίσκεται στο ακτινίδιο, προστατεύει την όραση και είναι ευεργετική για το δέρμα. Έρευνες απέδειξαν ότι το εξωτικό φρούτο βοηθά στην πρόληψη της παχυσαρκίας, των καρδιαγγειακών παθήσεων, του διαβήτη τύπου 2, καθώς και στη μείωση της χοληστερόλης.
Σήμερα, το ακτινίδιο καλλιεργείται σε πολλές χώρες του κόσμου όπως η Κίνα, η Ν.Ζηλανδία, η Χιλή, η Ιαπωνία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Στην Ελλάδα η καλλιέργεια του ακτινιδίου εισήχθη για πρώτη φορά το 1975, με την εγκατάσταση των πρώτων φυτειών στην Πιερία, τη Λάρισα και τα Χανιά. Η εγχώρια παραγωγή αυξάνεται συνεχώς. Σύμφωνα με έρευνες, το 2011 στην Ελλάδα, ξεπέρασε τους 140.000 τόνους, κατατάσσοντας την δεύτερη σημαντικότερη χώρα παραγωγό στην Ευρώπη, μετά την Ιταλία.
Πέρα όμως από τις εισαγωγές, το ακτινίδιο είναι και εξαγώγιμο φρούτο. Οι εξαγωγές ξεκίνησαν πριν από περίπου οκτώ έτη και σήμερα έχουν κατακτήσει χώρες όπως η Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, αλλά και τις Ρωσία, ΗΠΑ, Μέση Ανατολή και Χόνγκ Κόνγκ.